ἑφθόν

ἑφθόν
ἑφθός
boiled
masc acc sg
ἑφθός
boiled
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακοπρώδης — ἀκοπρώδης ( ους), ες (Α) [ἄκοπρος] αυτός που παράγει λίγα περιττώματα «ἀκοπρωδέστερον τὸ ἐφθὸν μελίκρητον τοῡ ὠμοῡ» (Ιπποκράτης) …   Dictionary of Greek

  • κραμβίδιον — κραμβίδιον, τὸ (Α) ραπανάκι («κραμβίδιον ἑφθὸν χαρίεν ἀστεῑον πάνυ», Αντιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

  • λαχανεύω — (Α) [λάχανον] 1. φυτεύω λάχανα 2. μέσ. λαχανεύομαι μαζεύω λάχανα 3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.) β) τρώγομαι ως… …   Dictionary of Greek

  • μελιτόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κηρίον, ἢ τὸ ἑφθὸν γλεῡκος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. όν] …   Dictionary of Greek

  • πυριατός — ή, όν, Α [πυριῶ] 1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῡ πρώτου γάλακτος» …   Dictionary of Greek

  • τινθός — όν, και κώδ. τιντόν Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «τινθόν ἑφθόν» 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τινθός ατμός που βγαίνει από χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τινθ αλέος* με κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”